νάρκη
[ˈnarkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Tiefschlafαρσενικό | Maskulinum, männlich mνάρκη λήθαργοςνάρκη λήθαργος
- (Tret-)Mineθηλυκό | Femininum, weiblich fνάρκη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατνάρκη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
exemples
- χειμερία νάρκη ζωολογία | ZoologieζωολWinterschlafαρσενικό | Maskulinum, männlich m