μυς
[mis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <γενική | Genitivgen; μυός; πληθυντικός | Pluralpl; μύες>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Muskelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμυςμυς
exemples
- μυς προσώπουGesichtsmuskelαρσενικό | Maskulinum, männlich m