θωρακικός
[θorakjiˈkos], θωρακική, θωρακικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- θωρακικός μυςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBrustmuskelαρσενικό | Maskulinum, männlich m