γελαστήριος
[jelasˈtirios], γελαστήρια, γελαστήριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- γελαστήριος μυςαρσενικό | Maskulinum, männlich mLachmuskelαρσενικό | Maskulinum, männlich m