„μαυρισμένος“ μαυρισμένος [mavrizˈmenos], μαυρισμένη, μαυρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) geschwärzt, gebräunt geschwärzt μαυρισμένος μαυρισμένος gebräunt μαυρισμένος από τον ήλιο μαυρισμένος από τον ήλιο exemples μαυρισμένο μάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n blaues Augeουδέτερο | Neutrum, sächlich n Veilchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαυρισμένο μάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n