κόκαλο
[ˈkokalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schuhanzieherαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόκαλοSchuhlöffelαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόκαλοκόκαλο
exemples
- κόκαλο δεινοσαύρουSaurierknochenαρσενικό | Maskulinum, männlich m