κτήμα
[ˈktima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Besitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mκτήμα ιδιοκτησίακτήμα ιδιοκτησία
- Grundstückουδέτερο | Neutrum, sächlich nκτήμα οικόπεδοκτήμα οικόπεδο
- (Land-)Gutουδέτερο | Neutrum, sächlich nκτήμα ιδιόκτητη έκτασηκτήμα ιδιόκτητη έκταση
exemples
- κτήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplLändereienπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- κτήμα καλλιέργειας κρασιούWeinkellereiθηλυκό | Femininum, weiblich f