Besitz
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-es>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ιδιοκτησίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBesitz EigentumπεριουσίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBesitz EigentumBesitz Eigentum
- κατοχήFemininum, weiblich | θηλυκό fBesitz Rechtswesen | νομικός όροςJURBesitz Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- κτήμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nBesitz GrundstückBesitz Grundstück