„κουρασμένος“ κουρασμένος [kurazˈmenos], κουρασμένη, κουρασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) müde, ermüdet, abgespannt müde, ermüdet, abgespannt κουρασμένος κουρασμένος exemples κουρασμένος από τον πόλεμο kriegsmüde κουρασμένος από τον πόλεμο