„κορώνα“: θηλυκό κορώνα [koˈrona]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Krone Kroneθηλυκό | Femininum, weiblich f κορώνα κ. δοντιού κορώνα κ. δοντιού exemples κορώνα-γράμματα Kopf oder Zahl κορώνα-γράμματα