„Zahl“: Femininum, weiblich ZahlFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αριθμός, νούμερο αριθμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Zahl auch | και, επίσηςa. Mathematik | μαθηματικάMATH Zahl auch | και, επίσηςa. Mathematik | μαθηματικάMATH νούμεροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Zahl Zahl