κοιτάζω
[kjiˈtazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κοιτάζω κάποιον, κάτι
- zuschauenκοιτάζω με προσοχήκοιτάζω με προσοχή
- betrachtenκοιτάζω παρατηρώκοιτάζω παρατηρώ
- κοιτάζω φροντίζω
- achtgeben auf+αιτιατική | +Akkusativ +akkκοιτάζω προσέχωκοιτάζω προσέχω
- untersuchenκοιτάζω γιατρός οικείο | umgangssprachlichοικκοιτάζω γιατρός οικείο | umgangssprachlichοικ