κοινωνικός
[kjinoniˈkos], κοινωνική, κοινωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gesellschaftlich, Gesellschafts-κοινωνικόςκοινωνικός
- sozial, Sozial-κοινωνικός ψυχολογία | Psychologieψυχολκοινωνικός ψυχολογία | Psychologieψυχολ
- geselligκοινωνικός άνθρωποςκοινωνικός άνθρωπος
exemples
- κοινωνικές ασφαλίσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSozialversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κοινωνικές εισφορέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSozialabgabenπληθυντικός | Plural pl
- κοινωνικές επιστήμεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplSozialwissenschaftenπληθυντικός | Plural pl
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples