ανακαλώ
[anakaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -εσα; -κλήθηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zurücknehmenανακαλώ εντολή, προσβολήανακαλώ εντολή, προσβολή
- widerrufenανακαλώ ό,τι είπαανακαλώ ό,τι είπα
- abberufenανακαλώ από υπηρεσίαανακαλώ από υπηρεσία
- rückgängig machenανακαλώ ακυρώνωανακαλώ ακυρώνω