„καταφεύγω“: αμετάβατο ρήμα καταφεύγω [kataˈfevɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zuflucht suchen, seine Zuflucht nehmen, flüchten, greifen die Gerichte anrufen Zuflucht suchen (σε bei) καταφεύγω (sich) flüchten, greifen (σε zu) καταφεύγω καταφεύγω seine Zuflucht nehmen, die Gerichte anrufen καταφεύγω νομικός όρος | Rechtswesenνομ καταφεύγω νομικός όρος | Rechtswesenνομ