„κατατρομάζω“: αμετάβατο ρήμα κατατρομάζω [katatroˈmazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) panische Angst vor etwas haben exemples κατατρομάζω από κάτι panische Angst vor etwas haben κατατρομάζω από κάτι