καθημερινός
[kaθimeriˈnos], καθημερινή, καθημερινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (all)täglichκαθημερινός που γίνεται σε καθημερινή βάσηκαθημερινός που γίνεται σε καθημερινή βάση
- Tages-καθημερινός σχετικός με την ημέρακαθημερινός σχετικός με την ημέρα