„καθημερινή“: θηλυκό καθημερινή [kaθimeriˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Wochentag Wochentagαρσενικό | Maskulinum, männlich m καθημερινή καθημερινή