ερωτικός
[erotiˈkos], ερωτική, ερωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Liebes-ερωτικόςερωτικός
- erotischερωτικός αισθησιακόςερωτικός αισθησιακός
exemples
- ερωτική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich fLiebeslebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ερωτική περιπέτειαθηλυκό | Femininum, weiblich fAffäreθηλυκό | Femininum, weiblich fLiebesbeziehungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ερωτική σκηνήθηλυκό | Femininum, weiblich fLiebesszeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples