παιχνίδι
[pexˈniði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spielzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαιχνίδι αντικείμενοπαιχνίδι αντικείμενο
- Spielουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαιχνίδι αθλητισμός | Sportαθλ σκάκι, τάβλι, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαιχνίδι αθλητισμός | Sportαθλ σκάκι, τάβλι, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- παιχνίδιαπληθυντικός | Plural plSpielzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nSpielsachenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- παιχνίδιαπληθυντικός | Plural plSpielwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- είναι παιχνίδιes ist kinderleicht
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples