ενοχλώ
[enoˈxlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- störenενοχλώ διαταράσσωενοχλώ διαταράσσω
- belästigenενοχλώ γίνομαι φορτικόςενοχλώ γίνομαι φορτικός
- drückenενοχλώ παπούτσιαενοχλώ παπούτσια