υπερυψωμένος
[iperipsoˈmenos], υπερυψωμένη, υπερυψωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hoch-υπερυψωμένοςυπερυψωμένος
exemples
- υπερυψωμένος δρόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHochstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f