„διατηρούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα διατηρούμαι [ðiatiˈrume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) frisch bleiben, erhalten bleiben, sich gut halten frisch bleiben διατηρούμαι τρόφιμα διατηρούμαι τρόφιμα erhalten bleiben διατηρούμαι δεν αλλάζω διατηρούμαι δεν αλλάζω sich gut halten διατηρούμαι κρατιέμαι καλά διατηρούμαι κρατιέμαι καλά