διαταγή
[ðiataˈji, ðjataˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- διαταγή
- Anweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαταγή τραπεζικήδιαταγή τραπεζική
- Orderθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαταγή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατKommandoουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιαταγή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατδιαταγή στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
exemples
-
- διαταγή εκκένωσηςRäumungsbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διαταγή πυρ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατFeuerbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich m