Order
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n; -s>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- παραγγελίαFemininum, weiblich | θηλυκό fOrder Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH AuftragOrder Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH Auftrag
- διαταγήFemininum, weiblich | θηλυκό fOrder besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL BefehlOrder besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Befehl