Befehl
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Befehl
- εντολήFemininum, weiblich | θηλυκό fBefehl Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTBefehl Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT