δημιουργώ
[ðimiurˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schaffen, erschaffenδημιουργώ φτειάχνω, κατασκευάζωδημιουργώ φτειάχνω, κατασκευάζω
- erschaffen, entstehen lassenδημιουργώ γεννώδημιουργώ γεννώ
- hervorbringen, erzeugenδημιουργώ παράγωδημιουργώ παράγω
- verursachenδημιουργώ προκαλώδημιουργώ προκαλώ
- erstellenδημιουργώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αρχείοδημιουργώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αρχείο
- kreierenδημιουργώδημιουργώ
exemples