βιότοπος
[viˈotopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Biotopαρσενικό | Maskulinum, männlich mβιότοποςVerbreitungsgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich nβιότοποςLebensraumαρσενικό | Maskulinum, männlich mβιότοποςβιότοπος