υγρός
[iˈɣros], υγρή, υγρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- flüssigυγρός ρευστόςυγρός ρευστός
- feuchtυγρός λίγο βρεγμένος, κλίμαυγρός λίγο βρεγμένος, κλίμα
- nassυγρός βρεγμένοςυγρός βρεγμένος
exemples
- Handwäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υγρός βιότοποςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFeuchtbiotopουδέτερο | Neutrum, sächlich n