απόφαση
[aˈpofasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Entscheidungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόφασηEntschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόφασηαπόφαση
- Urteilουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπόφαση νομικός όρος | Rechtswesenνομαπόφαση νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Beschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόφαση πολιτική | Politikπολιτ νομικός όρος | Rechtswesenνομαπόφαση πολιτική | Politikπολιτ νομικός όρος | Rechtswesenνομ
exemples
-
- απόφαση της πλειοψηφίαςMehrheitsbeschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mMehrheitsentscheidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απόφαση υπουργικού συμβουλίουKabinettsbeschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m