„Urteil“: Neutrum, sächlich UrteilNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) κρίση, γνώμη, δικαστική απόφαση κρίσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Urteil γνώμηFemininum, weiblich | θηλυκό f (über+Akkusativ | +αιτιατική +akk για) Urteil Urteil δικαστική απόφασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Urteil Rechtswesen | νομικός όροςJUR Urteil Rechtswesen | νομικός όροςJUR