απόσταση
[aˈpostasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόστασηEntfernungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόστασηαπόσταση
- Streckeθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόσταση διαδρομήαπόσταση διαδρομή
- Distanzαπόσταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαπόσταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
-
- απόσταση ασφαλείας αυτοκίνητο | AutoαυτοκSicherheitsabstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απόσταση στηλοθέτη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υTabstoppαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples