ανταπόκριση
[andaˈpokrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Reportageθηλυκό | Femininum, weiblich fανταπόκριση από ανταποκριτήBerichtαρσενικό | Maskulinum, männlich mανταπόκριση από ανταποκριτήανταπόκριση από ανταποκριτή
- Erwiderungθηλυκό | Femininum, weiblich fανταπόκριση ανταπόδοση αγάπηςανταπόκριση ανταπόδοση αγάπης
- Anschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mανταπόκριση με λεωφορείο σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ αεροπορία | LuftfahrtαεροπUmsteigemöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανταπόκριση με λεωφορείο σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ αεροπορία | Luftfahrtαεροπανταπόκριση με λεωφορείο σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ