αμυντικός
[amindiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αμυντική, αμυντικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- defensivαμυντικόςαμυντικός
exemples
- αμυντική αντίδρασηθηλυκό | Femininum, weiblich fAbwehrreaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αμυντική κίνησηθηλυκό | Femininum, weiblich fAbwehrbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αμυντική παίκτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f αθλητισμός | SportαθλDefensivspielerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
αμυντικός
[amindiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abwehrspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαμυντικός αθλητισμός | SportαθλVerteidigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαμυντικός αθλητισμός | Sportαθλαμυντικός αθλητισμός | Sportαθλ