„αυτογενής“ αυτογενής [aftojeˈnis], αυτογενής, αυτογενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) autogen autogen αυτογενής αυτογενής exemples αυτογενής άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f autogenes Trainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n αυτογενής άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f