άκρο
[ˈakro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Endeουδέτερο | Neutrum, sächlich nάκρο τέλοςάκρο τέλος
- Extremουδέτερο | Neutrum, sächlich nάκρο ακρότηταάκρο ακρότητα
- Gliedmaßenπληθυντικός | Plural plάκρο πληθυντικός | Pluralpl του σώματοςExtremitätenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplάκρο πληθυντικός | Pluralpl του σώματοςάκρο πληθυντικός | Pluralpl του σώματος