Traduction Grec-Allemand de "ι"

"ι" - traduction Allemand

σάρωση
[ˈsarosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Scanαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σάρωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    σάρωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
  • σάρωση για ιούς
    Virus-Scanαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    σάρωση για ιούς
καταδέχομαι
[kataˈðexome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

exemples
  • καταδέχομαι κ-ν/κ-ι
    sich zu j-m/etw herablassen
    καταδέχομαι κ-ν/κ-ι
εκφράζω
[ekˈfrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • ausdrücken
    εκφράζω διατυπώνω
    εκφράζω διατυπώνω
  • äußern, bekunden
    εκφράζω εκδηλώνω
    εκφράζω εκδηλώνω
  • aussprechen
    εκφράζω έπαινο, ευχαριστίες
    εκφράζω έπαινο, ευχαριστίες
exemples
  • εκφράζω τον σεβασμό μου για κ-ν/κ-ι
    j-m/etw Respekt zollen
    εκφράζω τον σεβασμό μου για κ-ν/κ-ι
παρακολουθώ
[parakoluˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • verfolgen
    παρακολουθώ δραπέτη, τις πρόσφατες εξελίξεις
    παρακολουθώ δραπέτη, τις πρόσφατες εξελίξεις
  • folgen (κάποιον jemandem)
    παρακολουθώ ακούω με προσοχή
    παρακολουθώ ακούω με προσοχή
  • beobachten, zuschauen
    παρακολουθώ κοιτάζω με προσοχή
    παρακολουθώ κοιτάζω με προσοχή
  • überwachen
    παρακολουθώ ελέγχω
    παρακολουθώ ελέγχω
  • besuchen.
    παρακολουθώ μαθήματα γλώσσας
    παρακολουθώ μαθήματα γλώσσας
exemples
κόρη
[ˈkori]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Tochterθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κόρη σε σχέση με τους γονείς
    κόρη σε σχέση με τους γονείς
  • Mädchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    κόρη κορίτσι
    κόρη κορίτσι
  • Pupilleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    κόρη των ματιών
    κόρη των ματιών
exemples
  • κόρη οφθαλμού
    Augapfelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    κόρη οφθαλμού
  • διαφυλάττω κ-ν/κ-ι ως κόρη οφθαλμού
    j-n/etw wie seinen Augapfel hüten
    διαφυλάττω κ-ν/κ-ι ως κόρη οφθαλμού
προστατευμένος
[prostatevˈmenos], προστατευμένη, προστατευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • geschützt
    προστατευμένος
    προστατευμένος
exemples
  • προστατευμένος από ιούς
    προστατευμένος από ιούς
  • προστατευμένος με κωδικό πρόσβασης
    προστατευμένος με κωδικό πρόσβασης
αντιμετωπίζω
[andimetoˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • gegenübertreten+δοτική | +Dativ +dat
    αντιμετωπίζω κίνδυνο
    αντιμετωπίζω κίνδυνο
  • konfrontiert werden (αιτιατική | Akkusativakk mit)
    αντιμετωπίζω προβλήματα
    αντιμετωπίζω προβλήματα
exemples
λογισμικό
[lojizmiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Softwareθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λογισμικό
    λογισμικό
exemples
  • λογισμικό εκμάθησης
    Lernsoftwareθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λογισμικό εκμάθησης
  • λογισμικό προστασίας από ιούς
    Antivirensoftwareθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λογισμικό προστασίας από ιούς
  • λογισμικό συστήματος
    Systemsoftwareθηλυκό | Femininum, weiblich f
    λογισμικό συστήματος
φτάνω
[ˈftano]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος>

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • ankommen
    φτάνω στον προορισμό
    φτάνω στον προορισμό
  • eingehen
    φτάνω γράμμα
    φτάνω γράμμα
  • reichen, ausreichen, genug sein, genügen
    φτάνω επαρκώ
    φτάνω επαρκώ
  • gelangen (σε zu)
    φτάνω καταλήγω
    φτάνω καταλήγω
  • sich erstrecken, reichen (μέχρι, ως bis)
    φτάνω εκτείνομαι
    φτάνω εκτείνομαι
  • nahen
    φτάνω πλησιάζω για χειμώνα
    φτάνω πλησιάζω για χειμώνα
exemples
φτάνω
[ˈftano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος>

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • erreichen
    φτάνω προλαβαίνω, πετυχαίνω
    φτάνω προλαβαίνω, πετυχαίνω
  • herankommen an+αιτιατική | +Akkusativ +akk
    φτάνω μπορώ να πιάσω
    φτάνω μπορώ να πιάσω
  • einholen
    φτάνω προλαβαίνω κάποιον
    φτάνω προλαβαίνω κάποιον
βοήθημα
[voˈiθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Unterstützungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    βοήθημα βοήθεια
    βοήθημα βοήθεια
  • Hilfsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    βοήθημα βιβλίο
    βοήθημα βιβλίο
exemples
  • βοήθημα ανεργίας τύπου Ι/ΙΙ
    Arbeitslosengeld 1/2ουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    βοήθημα ανεργίας τύπου Ι/ΙΙ
  • βοήθημα διδασκαλίας
    Unterrichtsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    βοήθημα διδασκαλίας
  • βοήθημα μνήμης
    Gedächtnishilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Gedächtnisstützeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    βοήθημα μνήμης