οικογενειακός
[ikojeniaˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, οικογενειακή, οικογενειακόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- οικογενειακός
- häuslichοικογενειακός καθήκονοικογενειακός καθήκον
exemples
- οικογενειακή γαλήνηθηλυκό | Femininum, weiblich fHausfriede(n)αρσενικό | Maskulinum, männlich m
- οικογενειακή γιατρόςθηλυκό | Femininum, weiblich fHausärztinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οικογενειακή γιορτήθηλυκό | Femininum, weiblich fFamilienfeierθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
οικογενειακός
[ikojeniaˈkos]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)