προγραμματισμός
[proɣramatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Planungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρογραμματισμός σχεδιασμόςπρογραμματισμός σχεδιασμός
- Programmierungθηλυκό | Femininum, weiblich fπρογραμματισμός συσκευής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υπρογραμματισμός συσκευής ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
exemples
- προγραμματισμός για το μέλλονZukunftsgestaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προγραμματισμός πωλήσεωνAbsatzplanungθηλυκό | Femininum, weiblich f