μυστικός
[mistiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μυστική, μυστικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μυστικός
- mystischμυστικός σε θρησκείαμυστικός σε θρησκεία
exemples
- μυστική αστυνόμοςθηλυκό | Femininum, weiblich fGeheimpolizistinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μυστική ένωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fGeheimbundαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
μυστικός
[mistiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Geheimagentαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fμυστικόςμυστικός