κλείνω
[ˈklino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
  -    κλείνω πόρτα, βιβλίο, μάτια
-   verschließenκλείνω άνοιγμακλείνω άνοιγμα
-   einschließenκλείνω βάζω μέσα, βίαιακλείνω βάζω μέσα, βίαια
-   versperrenκλείνω είσοδοκλείνω είσοδο
-   sperrenκλείνω δρόμο, σύνορακλείνω δρόμο, σύνορα
-   stilllegenκλείνω εργοστάσιοκλείνω εργοστάσιο
-   schließenκλείνω ειρήνηκλείνω ειρήνη
-   ausmachenκλείνω φωςκλείνω φως
-   abstellenκλείνω ραδιόφωνοκλείνω ραδιόφωνο
-   abschließenκλείνω συμβόλαιοκλείνω συμβόλαιο
-   buchen, reservierenκλείνω ταξίδι, δωμάτιοκλείνω ταξίδι, δωμάτιο
-   beendenκλείνω συζήτησηκλείνω συζήτηση
-    κλείνω κουρτίνα
-   einhängenκλείνω τηλέφωνοκλείνω τηλέφωνο
-   auflösenκλείνω τραπεζικό λογαριασμό, κατάστημακλείνω τραπεζικό λογαριασμό, κατάστημα
-   vollendenκλείνω έτος ηλικίαςκλείνω έτος ηλικίας
-   beendenκλείνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ πρόγραμμακλείνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ πρόγραμμα
κλείνω
[ˈklino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
  -   zugehenκλείνω πόρτακλείνω πόρτα
-   sich schließenκλείνω πόρτα, άνθος, πληγήκλείνω πόρτα, άνθος, πληγή
-   stillliegenκλείνω εργοστάσιοκλείνω εργοστάσιο
