αθέμιτος
[aˈθemitos], αθέμιτη, αθέμιτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- illegalαθέμιτος μη νόμιμοςαθέμιτος μη νόμιμος
- unerlaubtαθέμιτος μη επιτρεπτόςαθέμιτος μη επιτρεπτός
exemples
- αθέμιτος συναγωνισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich munlauterer Wettbewerbαρσενικό | Maskulinum, männlich m