unerlaubt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- απαγορευμένος, ανεπίτρεπτοςunerlaubtunerlaubt
- αθέμιτοςunerlaubt Rechtswesen | νομικός όροςJURunerlaubt Rechtswesen | νομικός όροςJUR