Wettbewerb
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- διαγωνισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mWettbewerbWettbewerb
- ανταγωνισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mWettbewerb Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHWettbewerb Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH
- συναγωνισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mWettbewerb Sport | αθλητισμόςSPORTWettbewerb Sport | αθλητισμόςSPORT
exemples
- unlauterer Wettbewerbαθέμιτος ανταγωνισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m