συναγωνισμός
[sinaɣonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Wettbewerbαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυναγωνισμόςKonkurrenzθηλυκό | Femininum, weiblich fσυναγωνισμόςσυναγωνισμός