εργαλείο
[erɣaˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Werkzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nεργαλείοεργαλείο
- Instrumentουδέτερο | Neutrum, sächlich nεργαλείο φυσ τεχνική | Technikτεχνεργαλείο φυσ τεχνική | Technikτεχν
- Toolουδέτερο | Neutrum, sächlich nεργαλείο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεργαλείο ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Handwerkszeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nεργαλείο πληθυντικός | Pluralplεργαλείο πληθυντικός | Pluralpl
exemples
- εργαλείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl για μαστορέματα στο σπίτιHeimwerkerbedarfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εργαλείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl συστήματος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSystemprogrammeπληθυντικός | Plural pl
- εργαλείο διάρρηξηςEinbruch(s)werkzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples