unbeständig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (ακατ)άστατος, ασταθής, μεταβλητόςunbeständig auch | και, επίσηςa. Wetterunbeständig auch | και, επίσηςa. Wetter
- ρευστόςunbeständig in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigunbeständig in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig