ρευστός
[refˈstos], ρευστή, ρευστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- flüssigρευστός υγρόρευστός υγρό
- im Fluss, unbeständigρευστός ασταθής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφρευστός ασταθής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ