ασταθής
[astaˈθis], ασταθής, ασταθέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unbeständig, schwankendασταθήςασταθής
- labilασταθής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφασταθής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ