„überschlafen“: transitives Verb überschlafentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) αναβάλλω κάτι για την επόμενη μέρα exemples etwas erst mal überschlafen αναβάλλω κάτι για την επόμενη μέρα etwas erst mal überschlafen